В στα ελληνικά

Μετάφραση: в, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάθε, ανυπόφορος, πάνω, ανά, να, για, προς, σε, με
В στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бітум στα ελληνικά - άσφαλτος, πίσσα, ασφάλτου, άσφαλτο, βιτουμένιο
  • біфштекс στα ελληνικά - μπριζόλα, φιλέτο, μπριζόλας, μπριζόλες, steak
  • в'юшка στα ελληνικά - αποσβεστήρας, αποσβεστήρα, απόσβεσης, αμορτισέρ, κλαπέτο απομονώσεως
  • в'яз στα ελληνικά - φτελιά, φτελιάς, φτελιές, elm, της φτελιάς
Τυχαίες λέξεις
В στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάθε, ανυπόφορος, πάνω, ανά, να, για, προς, σε, με