Вагомий στα ελληνικά

Μετάφραση: вагомий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχύων, βαρυσήμαντος, βαρύς, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία
Вагомий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ваговитий στα ελληνικά - βαρυσήμαντος, βαρύς, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία
  • ваговитість στα ελληνικά - ισχύς, κύρος, ponderosity
  • вагомо στα ελληνικά - σοβαρά, σοβαρό, βαρέως, βαριά, σοβαρώς
  • вагон στα ελληνικά - κούρσα, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
Τυχαίες λέξεις
Вагомий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχύων, βαρυσήμαντος, βαρύς, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία