Ваніль στα ελληνικά
Μετάφραση: ваніль, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вантажівка στα ελληνικά - φορτηγό, φορτηγών, όχημα, οχήματος, φορτηγού
- вантажівку στα ελληνικά - φορτηγό, φορτηγών, όχημα, οχήματος, φορτηγού
- ванільний στα ελληνικά - βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
- вапнування στα ελληνικά - περιορίζω, ασβέστωση, ασβέστη, ασβέστωσης, για ασβέστη, άσβεστο
Τυχαίες λέξεις
Ваніль στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
Μεταφράσεις: βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια