Βανίλια στα ουκρανικά
Μετάφραση: βανίλια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ванільний, ваніль, ваниль
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βανίλια
βανίλια σοκολάτα, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο θερμίδες, βανίλια σκόνη, βανίλια κανέλα, βανίλια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βανίλια στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βαμβακερό στα ουκρανικά - полюбити, бавовну, вата, бавовник, покохати, бавовна, хлопок, ...
- βαμβακερός στα ουκρανικά - полюбити, покохати, вата, бавовник, бавовну, бавовни, бавовняна
- βανδαλισμός στα ουκρανικά - вандалізм, вандализм
- βαρέλι στα ουκρανικά - бочонок, дуло, барель, ствол, бочка, баррель
Τυχαίες λέξεις
Βανίλια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ванільний, ваніль, ваниль
Μεταφράσεις: ванільний, ваніль, ваниль