Ввімкнено στα ελληνικά
Μετάφραση: ввімкнено, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, επέτρεψαν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ввідний στα ελληνικά - εισαγωγικό, εισαγωγική, εισαγωγικές, εισαγωγή, εισαγωγικά
- ввімкнення στα ελληνικά - κατανόηση, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει
- ввімкнути στα ελληνικά - σε, ακμαίος, διακόπτης, δραστήριος, αλλαγή, ενεργός, αλλάζω, ...
- ввіряти στα ελληνικά - αναθέτω, εμπιστεύομαι, αποστέλλω, στέλνω, παραδίδω, αποστείλει
Τυχαίες λέξεις
Ввімкнено στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, επέτρεψαν
Μεταφράσεις: σε, ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, επέτρεψε, επέτρεψαν