Ввічливо στα ελληνικά

Μετάφραση: ввічливо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευγενικά, σωστά, ευγένεια, με ευγένεια, ευγενικό
Ввічливо στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ввіряти στα ελληνικά - αναθέτω, εμπιστεύομαι, αποστέλλω, στέλνω, παραδίδω, αποστείλει
  • ввічливий στα ελληνικά - ευγενικός, ευγενικό, εξυπηρετικό, ευγενικοί, ευγενική
  • ввічливість στα ελληνικά - ευγένεια, φιλοφρόνηση, ευγένειας, την ευγένεια, η ευγένεια, ευγένειά
  • вглибитися στα ελληνικά - απασχολώ, απορροφώ, βυθίζονται, βυθιστεί, νεροχύτη, βυθίσει, νεροχύτης
Τυχαίες λέξεις
Ввічливо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευγενικά, σωστά, ευγένεια, με ευγένεια, ευγενικό