Вдало στα ελληνικά
Μετάφραση: вдало, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτυχισμένα, επιτυχώς, επιτυχία, με επιτυχία, επιτυχή, την επιτυχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдалий στα ελληνικά - πετυχημένος, τυχερός, καλότυχος, επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχείς, ...
- вдалині στα ελληνικά - χαλάζι, καταιγισμός, πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός
- вдарити στα ελληνικά - χτυπώ, σουξέ, βαρώ, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, ...
- вдаряти στα ελληνικά - μπουφές, χτυπώ, βαρώ, σουξέ, απεργία, απεργίας, άσκησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Вдало στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτυχισμένα, επιτυχώς, επιτυχία, με επιτυχία, επιτυχή, την επιτυχή
Μεταφράσεις: ευτυχισμένα, επιτυχώς, επιτυχία, με επιτυχία, επιτυχή, την επιτυχή