Вдови στα ελληνικά

Μετάφραση: вдови, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρδος, χήρα, Widow, χήρας, η χήρα, χήρα του
Вдови στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдихати στα ελληνικά - αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
  • вдихнути στα ελληνικά - αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
  • вдоволення στα ελληνικά - αρέσκεια, ικανοποίηση, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
  • вдовольняти στα ελληνικά - χορήγηση, προμήθεια, παροχή, παρέχω, πραγματοποιώ, εκπληρώνω, vdovolnyaty
Τυχαίες λέξεις
Вдови στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρδος, χήρα, Widow, χήρας, η χήρα, χήρα του