Λέξη: αφοσίωση
Σχετικές λέξεις: αφοσίωση
αφοσίωση βιβλιο, αφοσίωση ετυμολογία, αφοσίωση veronica roth, αφοσίωση συνώνυμο, αφοσίωση λεξικό, αφοσίωση αγγλικα, αφοσίωση public, αφοσίωση συνώνυμα, αφοσίωση 1963, αφοσίωση ταινια
Συνώνυμα: αφοσίωση
πίστη, νομιμοφρωσύνη, προσκόλληση, εμονή, επούλωση, προσάρτημα, σύνδεση, κατάσχεση, προσήλωση
Μεταφράσεις: αφοσίωση
αφοσίωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
devotion, loyalty, attachment, dedication, commitment
αφοσίωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
devoción, dedicación, lealtad, la lealtad, fidelidad, fidelización, lealtad de
αφοσίωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuwendung, verehrung, andacht, hingabe, Loyalität, Treue, Bindung
αφοσίωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vénération, récollection, piété, religiosité, soumission, attachement, dévotion, dévouement, affection, fidélité, loyauté, fidélisation, la loyauté, la fidélité
αφοσίωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
devozione, fedeltà, lealtà, fidelizzazione, la fedeltà, la lealtà
αφοσίωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lealdade, fidelidade, fidelização, a lealdade, de fidelidade
αφοσίωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loyaliteit, trouw, loyalty, de loyaliteit, loyaliteitsprogramma
αφοσίωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
увлечение, посвящение, набожность, преданность, молитва, приверженность, лояльность, лояльности, верность, Loyalty
αφοσίωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lojalitet, lojalitets, lojaliteten, loyalty
αφοσίωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andakt, lojalitet, lojalitets, lojaliteten
αφοσίωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kunnioitus, into, antaumus, antautuminen, uskollisuus, kanta
αφοσίωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
loyalitet, loyalitet over, loyaliteten, loyale
αφοσίωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nábožnost, zbožnost, oddanost, zanícení, věrnost, loajalita, věrnostní, loajalitu, loajality
αφοσίωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dewocja, oddanie, poświęcenie, religijność, nabożeństwo, pobożność, lojalność, wierność, lojalności, lojalnościowy, lojalnościowego
αφοσίωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rajongás, hűség, lojalitás, hűséget, lojalitást, hűségét
αφοσίωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşkünlük, bağlılık, sadakat, sadakati, Loyalty, bağlılığı
αφοσίωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посвячення, присвяту, лояльність
αφοσίωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
besnikëri, besnikërinë, besnikëria, besnikërisë, besnikërinë e
αφοσίωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преданост, лоялност, лоялността, лоялни, за лоялни, вярност
αφοσίωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лаяльнасць, ляяльнасьць, лаяльнасьць, лаяльнасці
αφοσίωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
andumus, pühendumus, lojaalsus, lojaalsust, lojaalsuse, Ustavus, lojaalsuse eest
αφοσίωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljubav, štovanje, privrženost, predanost, odanost, vjernost, lojalnost, lojalnosti, odanosti
αφοσίωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hollusta, tryggð, hollustu, trúfesti
αφοσίωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lojalumas, Lojalumo, lojalumą, ištikimybė, Premijų sistema
αφοσίωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lojalitāte, lojalitātes, lojalitāti, uzticība, uzticības
αφοσίωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лојалност, лојалноста, на лојалноста, лојалноста на, на лојалноста на
αφοσίωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
loialitate, loialitatea, de loialitate, loialității, de fidelitate
αφοσίωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lojalnost, zvestobe, zvestoba, zvestobo, lojalnosti
αφοσίωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vernosť, vernosti, vernost
Τυχαίες λέξεις