Вдовольняти στα ελληνικά

Μετάφραση: вдовольняти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορήγηση, προμήθεια, παροχή, παρέχω, πραγματοποιώ, εκπληρώνω, vdovolnyaty
Вдовольняти στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдови στα ελληνικά - φάρδος, χήρα, Widow, χήρας, η χήρα, χήρα του
  • вдоволення στα ελληνικά - αρέσκεια, ικανοποίηση, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
  • вдосконаленню στα ελληνικά - ικανός, τελειότητα, τελειότητας, την τελειότητα, τελειοποίηση, τέλεια
  • вдосконалити στα ελληνικά - καλλιεργημένος, ραφινάτος, εκλεπτυσμένος, βελτίωση, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Вдовольняти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορήγηση, προμήθεια, παροχή, παρέχω, πραγματοποιώ, εκπληρώνω, vdovolnyaty