Λέξη: αφρώδης

Σχετικές λέξεις: αφρώδης

αφρώδης οίνος αμυνταίου, αφρώδης πολυουρεθάνη, αφρώδης οίνος, αφρώδης σωλήνας κολύμβησης, αφρώδης κρέμα καθαρισμού με πρωτεΐνες γάλακτος κορρες, αφρώδης ταινία, αφρώδης εξηλασμένη πολυστερίνη, αφρώδης οίνοι, αφρώδης μόνωση πόρτας, αφρώδης εξηλασμένη πολυστερίνη σε πλάκες

Συνώνυμα: αφρώδης

κυματώδης, προζυμικός, ελαφρός, σαπουνώδης, λάμπων

Μεταφράσεις: αφρώδης

αφρώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sparkling, foamy, frothy, foam, foamed

αφρώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espumoso, brillante, chispeante, centelleante, espumosos

αφρώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prickelnd, funkelnd, glitzernd, blinken, glänzend, spritzig, funkelnden

αφρώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pétillement, scintillement, scintillation, étincelage, étincellement, pétillant, mousseux, pétillante, étincelante, étincelant

αφρώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scintillante, frizzante, spumante, spumanti, sfavillante

αφρώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espumante, cintilante, sparkling, espumantes, brilhante

αφρώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuimend, schuimachtig, mousserend, glinsterend, mousserende, sprankelende, fonkelende

αφρώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
игристый, искристый, сверкающий, блестящий, искрящийся, игристое, игристых, игристые, игристого

αφρώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
musserende, glitrende, gnistrende, sprudlende, skinnende

αφρώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gnistrande, glittrande, mousserande, sparkling, rande

αφρώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välke, helmeilevä, kuohuviini, kuohuviinien, kuohuviinit, kuohuviiniä

αφρώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mousserende, funklende, glitrende, sprudlende

αφρώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jiskření, sršení, jiskřivý, šumivý, šumivé, šumivého, perlivé

αφρώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
musujący, błyszczący, musujące, musującego, musujących

αφρώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sziporkázó, villódzó, szikrázó, pezsgő, csillogó, gyöngyöző, pezsgők

αφρώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köpüklü, parlak, pırıl pırıl, gazlı, parlayan

αφρώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виблискування, блискучий, шипучий, блискаючий, виблискуючий, сяючий, виблискує

αφρώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shndritshëm, i shkëlqyeshëm, gaz, me gaz, gazuar, e gazuar

αφρώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
искрящ, пенливо, пенливи, газирано, пенливото

αφρώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бліскучы, зіготкі, зіхатлівы, зіхоткі, ззяе

αφρώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahu-, sädelev, vahuveini, vahuveinide, vahuveinid

αφρώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iskričavu, pjenušav, pjenušavim, iskričav, blistav, pjenušava, pjenušavo, pjenušac

αφρώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
glitrandi, freyðivín

αφρώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
putojantis, putojantį, putojančio, putojantys, putojančiam

αφρώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzirkstošs, dzirkstošais, dzirkstošo, dzirkstošā, dzirkstošajam

αφρώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пенливи, пенливо, газирана, пенливото, пенлива

αφρώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spumos, spumant, spumante, strălucitoare, spumant de

αφρώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peneče, penina, biser, penečega, peneča

αφρώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
iskrivý, iskrivá, trblietavý, žiarivý, fascinujúci
Τυχαίες λέξεις