Вельми στα ελληνικά

Μετάφραση: вельми, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικρατώ, υπερισχύω, πολύ, ψηλά, υψηλά, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής
Вельми στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • велосипедист στα ελληνικά - ποδηλάτης, ποδηλάτων, ποδηλάτη, bicyclist, δικυκλιστών
  • велоспорт στα ελληνικά - ποδηλασία, ποδήλατο, ποδηλασίας, ποδηλάτου, το ποδήλατο
  • велюр στα ελληνικά - βελούδινος, βελούδο, Βελουτέ, Βελούδο, Velour, Βελούδινα, Βελούδινο
  • вена στα ελληνικά - φλέβα, φλέβας, πνεύμα, φλεβική, φλεβικής
Τυχαίες λέξεις
Вельми στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικρατώ, υπερισχύω, πολύ, ψηλά, υψηλά, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής