Вентилювання στα ελληνικά

Μετάφραση: вентилювання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αερισμός, εξαερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός
Вентилювання στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • венозний στα ελληνικά - τρύπα, διέξοδος, φλεβικός, φλεβική, φλεβικής, φλεβικού, φλεβικό
  • вентиль στα ελληνικά - βαλβίδα, βαλβίδας, της βαλβίδας, βαλβίδος, βαλβίδων
  • вентилювати στα ελληνικά - αερίζω, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
  • вентилятор στα ελληνικά - βεντάλια, οπαδός, ανεμιστήρας, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
Τυχαίες λέξεις
Вентилювання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αερισμός, εξαερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός