Вередливий στα ελληνικά
Μετάφραση: вередливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιότροπος, εκκεντρικός, δύστροπος, άτακτος, κακό, άτακτο, άτακτα, άτακτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вербувати στα ελληνικά - εντάσσω, εγγράφομαι, νεοσύλλεκτος, πρόσληψη, προσλάβει, προσλαμβάνουν, στρατολογούν
- вергати στα ελληνικά - εξακοντίζω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
- верес στα ελληνικά - βραδυπορώ, ρείκι, καθυστερώ, επιμένω, βρύο, ερείκη, Heather, ...
- вереск στα ελληνικά - στριγκλίζω, στριγκλιά, κραυγή, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Τυχαίες λέξεις
Вередливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιότροπος, εκκεντρικός, δύστροπος, άτακτος, κακό, άτακτο, άτακτα, άτακτη
Μεταφράσεις: ιδιότροπος, εκκεντρικός, δύστροπος, άτακτος, κακό, άτακτο, άτακτα, άτακτη