Ветхий στα ελληνικά

Μετάφραση: ветхий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαρχαιωμένος, τρελός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
Ветхий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ветеринари στα ελληνικά - κτηνιατρικός, Κτηνίατροι, Οι κτηνίατροι, τους κτηνιάτρους, Κτηνιάτρων, κτηνίατροι που
  • вето στα ελληνικά - βέτο, αρνησικυρίας, δικαίωμα αρνησικυρίας, αρνησικυρία, το βέτο
  • ветхість στα ελληνικά - έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, εξασθένηση, εξασθένησης
  • вечір στα ελληνικά - βράδυ, βράδι, παραμονή, απόγευμα, το βράδυ, βραδιά, βραδινό
Τυχαίες λέξεις
Ветхий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος, τρελός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί