Απαρχαιωμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: απαρχαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невживаний, старомодний, ветхий, зношений, застарілий, архаїчний, атрофований, застаріла
Απαρχαιωμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος

απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο, απαρχαιωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απαρχαιωμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • απαραβίαστο στα ουκρανικά - святість, святиня, недоторканність, недоторканість
  • απαριθμώ στα ουκρανικά - подробиця, деталь, деталізувати, перераховувати, перелічувати, перераховуватиме, переказувати, ...
  • απαστράπτω στα ουκρανικά - виблискування, дотепність, блискітка, блискати, спалах
  • απασχολημένος στα ουκρανικά - зайнятій, хапливий, зайнятою, діловий, зайнятої, зайнята, зайнятий
Τυχαίες λέξεις
Απαρχαιωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: невживаний, старомодний, ветхий, зношений, застарілий, архаїчний, атрофований, застаріла