Взяття στα ελληνικά
Μετάφραση: взяття, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήψη, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взнати στα ελληνικά - αναγνώριση, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
- взуття στα ελληνικά - παπούτσια, υποδήματα, υπόδηση, είδη υπόδησης, υποδημάτων, υπόδησης
- взірець στα ελληνικά - δείγμα, υπόδειγμα, ψυχή, δοκιμάζω, παράδειγμα, πρότυπο, υποδειγματικών, ...
- взірцевий στα ελληνικά - υποδειγματικός, κλασική, κλασικά, κλασικό, κλασικού, κλασσικό
Τυχαίες λέξεις
Взяття στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήψη, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει
Μεταφράσεις: λήψη, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει