Викликати στα ελληνικά

Μετάφραση: викликати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκαλώ, αψηφώ, προκαλώ, εξορκίζω, αιτία, προτείνω, προξενώ, αντιστέκομαι, σελίδα, σκοπός, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Викликати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • викликаний στα ελληνικά - που προκαλείται, επαγόμενη, που προκαλείται από, επάγεται, προκαλούμενη
  • викликання στα ελληνικά - ανάμνηση, υπαινιγμό, επίκληση, υπαινιγμός, υπαινιγμού
  • викликувати στα ελληνικά - vyklykuvaty
  • викличте στα ελληνικά - κλήση, πρόσκληση, κλήσης, πρόσκλησης, κλήσεων
Τυχαίες λέξεις
Викликати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκαλώ, αψηφώ, προκαλώ, εξορκίζω, αιτία, προτείνω, προξενώ, αντιστέκομαι, σελίδα, σκοπός, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος