Εξορκίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εξορκίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викликати, благайте, благати, витяг, заклинати, заприсягав, закликати, заклясти
Εξορκίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξορκίζω

εξορκίζω σημασια, ξορκίζω σημασια, εξορκίζω συνωνυμο, εξορκίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξορκίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εξοργίζω στα ουκρανικά - роздратуйте, посилювати, переводити, сердити, дратувати, подразнювати, дратуватиме, ...
  • εξοργισμένος στα ουκρανικά - худоба, лютий, запеклий, ярий, шалений, гнівний
  • εξουσία στα ουκρανικά - уповноваження, повноваження, порошкоподібний, розсипчастий, підстава, влади, потужність
  • εξουσιάζω στα ουκρανικά - керувати, проконтролювати, диспетчерський, скасовувати, відміняти, скасувати, скасовуватиме
Τυχαίες λέξεις
Εξορκίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: викликати, благайте, благати, витяг, заклинати, заприсягав, закликати, заклясти