Αψηφώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: αψηφώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зневажити, зневажати, викликати, визивати, образа, образу, образи
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αψηφώ
αψηφώ στα γαλλικα, αψηφώ ετυμολογία, αψηφώ english, αψηφώ συνωνυμο, αψηφώ λεξικο, αψηφώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αψηφώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αψίδωση στα ουκρανικά - пасаж, аркада, apsidosi
- αψίκορος στα ουκρανικά - розбірливий, витончений, вибагливий, apsikoros
- αψιμαχία στα ουκρανικά - зштовхнутися, гуркіт, зіткнутися, зіткнення, перестрілка, стрілянина
- αϋπνία στα ουκρανικά - нерозчинність, нерозв'язність, безсоння
Τυχαίες λέξεις
Αψηφώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зневажити, зневажати, викликати, визивати, образа, образу, образи
Μεταφράσεις: зневажити, зневажати, викликати, визивати, образа, образу, образи