Виключний στα ελληνικά
Μετάφραση: виключний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαιρετικός, αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, πέλμα, γλώσσα, σόλα, μόνος, μοναδικό, αποκλειστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виключення στα ελληνικά - αποβολή, αποκλεισμός, εξαίρεση, απέλαση, αποκλεισμού, αποκλεισμό, του αποκλεισμού
- виключити στα ελληνικά - αποβάλλω, απελαύνω, αποκλείω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, ...
- виключно στα ελληνικά - μοναχός, μόνος, αποκλειστικά, αποκλειστικώς, μόνο, αποκλειστικά και μόνο, αποκλειστική
- виключність στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
Τυχαίες λέξεις
Виключний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαιρετικός, αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, πέλμα, γλώσσα, σόλα, μόνος, μοναδικό, αποκλειστική
Μεταφράσεις: εξαιρετικός, αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, πέλμα, γλώσσα, σόλα, μόνος, μοναδικό, αποκλειστική