Вирізьбити στα ελληνικά
Μετάφραση: вирізьбити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαξεύω, γλύφω, σκαλίζω, vyrizbyty
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вирізування στα ελληνικά - κοπής, κοπή, τεμαχισμού, κοπτική, κόψιμο
- вирізувати στα ελληνικά - γλύφω, λαξεύω, σκαλίζω, κόβω, κοπεί, κομμένες, κόψτε, ...
- вирішальний στα ελληνικά - κρίσιμος, ζωτικός, καθοριστικός, αποφασιστικός, αποκαλυπτικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, ...
- вирішений στα ελληνικά - επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, λυθεί, επίλυση
Τυχαίες λέξεις
Вирізьбити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαξεύω, γλύφω, σκαλίζω, vyrizbyty
Μεταφράσεις: λαξεύω, γλύφω, σκαλίζω, vyrizbyty