Висота στα ελληνικά

Μετάφραση: висота, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύψος, υψόμετρο, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
Висота στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • високопоставлений στα ελληνικά - μεταρσιωμένος, υψηλόβαθμοι, υψηλόβαθμος, υψηλόβαθμους, υψηλόβαθμα, υψηλόβαθμων
  • високість στα ελληνικά - ύψος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
  • висоти στα ελληνικά - υψόμετρο, ύψος, υψομέτρου, ύψους, το υψόμετρο
  • висотомір στα ελληνικά - υψόμετρο, altimeter, υψομετρητή, τον υψομετρητή, υψομέτρου
Τυχαίες λέξεις
Висота στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύψος, υψόμετρο, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους