Висікати στα ελληνικά

Μετάφραση: висікати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελεκώ, κόβω, χαράζω, σκαλίζω, χαράξει, χαράσει
Висікати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • висушіть στα ελληνικά - ξεραίνω, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
  • висячий στα ελληνικά - εναιώρημα, αναστολή, ανάρτηση, ανακοπή, κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, ...
  • висіти στα ελληνικά - απαγχονίζω, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
  • витворювало στα ελληνικά - κουκούλα, παράγουν, παράγει, παραγωγή, την παραγωγή, παραχθεί
Τυχαίες λέξεις
Висікати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελεκώ, κόβω, χαράζω, σκαλίζω, χαράξει, χαράσει