Πελεκώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: πελεκώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рубати, рубаніть, кровопролиття, убивати, кресати, вбити, убити, висікати, розрубувати, підрізати, рубатимуть
Πελεκώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πελεκώ

πελεκώ συνώνυμα, πελεκώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πελεκώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πελαργός στα ουκρανικά - лелека, аист, чорногуз
  • πελατεία στα ουκρανικά - замовники, клієнтура, клієнтуру
  • πελούζα στα ουκρανικά - правостворюючий, Peluso
  • πελώριος στα ουκρανικά - монумент, пам'ятник, величезний, велетенський, величезна, величезне, величезну
Τυχαίες λέξεις
Πελεκώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рубати, рубаніть, кровопролиття, убивати, кресати, вбити, убити, висікати, розрубувати, підрізати, рубатимуть