Витребування στα ελληνικά
Μετάφραση: витребування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαιτώ, ζητώ, ζήτηση, απαίτηση, ανάκτηση, αποκατάσταση, ποιοτική αποκατάσταση, ανάκτησης, αποκατάστασης
Μεταφράσεις
- витрачати στα ελληνικά - απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
- витрачувати στα ελληνικά - vytrachuvaty
- витривалий στα ελληνικά - σοφία, δυνατός, σωφροσύνη, σύνεση, σκληραγωγημένος, Hardy, Χάρντι, ...
- витривалість στα ελληνικά - αντοχή, αντοχής, την αντοχή, της αντοχής, συνεχούς
Τυχαίες λέξεις
Витребування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαιτώ, ζητώ, ζήτηση, απαίτηση, ανάκτηση, αποκατάσταση, ποιοτική αποκατάσταση, ανάκτησης, αποκατάστασης
Μεταφράσεις: απαιτώ, ζητώ, ζήτηση, απαίτηση, ανάκτηση, αποκατάσταση, ποιοτική αποκατάσταση, ανάκτησης, αποκατάστασης