Απαίτηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: απαίτηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зажадати, вимога, попит, витребування, вимагати, вимогу, вимоги
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαίτηση
απαίτηση ενεργειακού πιστοποιητικού, απαίτηση εκκαθαρισμένη, απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, απαίτηση από συναλλαγματική παραγραφή, απαίτηση συνώνυμα, απαίτηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απαίτηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απαίσια στα ουκρανικά - страшно, жахливо, жахливий, страшний, жахлива, найжахливіший
- απαίσιος στα ουκρανικά - потворний, огидний, огидливий, величний, страхітливий, страхітний, страшний, ...
- απαγορευμένο στα ουκρανικά - священний, табу, забороняти, заборона, заборонити, заборонено, заборонене
- απαγορεύω στα ουκρανικά - заборонений, заборона, клятьба, проклін, прокляття, забороняти, заборонити
Τυχαίες λέξεις
Απαίτηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зажадати, вимога, попит, витребування, вимагати, вимогу, вимоги
Μεταφράσεις: зажадати, вимога, попит, витребування, вимагати, вимогу, вимоги