Виявляти στα ελληνικά
Μετάφραση: виявляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαλύπτω, βγάζω, ανιχνεύω, επιφέρω, αποσπώ, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ανιχνεύσει, ανιχνεύει, εντοπίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виявлення στα ελληνικά - ανακάλυψη, ανίχνευση, ανίχνευσης, την ανίχνευση, εντοπισμό, ανιχνεύσεως
- виявляння στα ελληνικά - ανακάλυψη, ανίχνευση, ανίχνευσης, την ανίχνευση, εντοπισμό, ανιχνεύσεως
- виявлятись στα ελληνικά - συμβαίνω, διαδραματίζω, ανιχνεύεται, ανιχνεύθηκε, ανιχνεύονται, ανιχνευθεί, εντοπιστεί
- виявлятися στα ελληνικά - έκδηλος, προφανής, εμφαίνω, δείχνω, εμφανής, παράσταση, φαινομενικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Виявляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαλύπτω, βγάζω, ανιχνεύω, επιφέρω, αποσπώ, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ανιχνεύσει, ανιχνεύει, εντοπίσει
Μεταφράσεις: ανακαλύπτω, βγάζω, ανιχνεύω, επιφέρω, αποσπώ, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ανιχνεύσει, ανιχνεύει, εντοπίσει