Водитися στα ελληνικά

Μετάφραση: водитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωλιάζω, λιμάνι, φυγαδεύω, συναναστρέφομαι, hobnob, κουτσοπίνω με παρέα, συναναστρέφομαι με οικειότητα
Водитися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • водити στα ελληνικά - φέρσιμο, διαγωγή, συμπεριφορά, διεξάγω, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, ...
  • водитись στα ελληνικά - φυγαδεύω, φωλιάζω, λιμάνι, συναναστρέφομαι, hobnob, κουτσοπίνω με παρέα, συναναστρέφομαι με οικειότητα
  • водний στα ελληνικά - υδρόβιος, νερό, νερού, ύδατος, ύδωρ, υδάτων
  • водовід στα ελληνικά - αποστραγγίζω, αποστράγγιση, την αποστράγγιση, αποστράγγισης, στράγγιση, εκκένωση
Τυχαίες λέξεις
Водитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωλιάζω, λιμάνι, φυγαδεύω, συναναστρέφομαι, hobnob, κουτσοπίνω με παρέα, συναναστρέφομαι με οικειότητα