Впірнати στα ελληνικά
Μετάφραση: впірнати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδύομαι, καταγώγιο, βουτώ, vpirnaty
Μεταφράσεις
- впускати στα ελληνικά - ένεση, ομολογώ, παραδέχομαι, παραδέχονται, ομολογήσω, παραδεχτώ
- впіймати στα ελληνικά - εγκοπή, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
- вражати στα ελληνικά - χτυπώ, εκπλήσσω, ζαλίζω, απεργία, συντρίβω, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, ...
- вражений στα ελληνικά - επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Τυχαίες λέξεις
Впірнати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδύομαι, καταγώγιο, βουτώ, vpirnaty
Μεταφράσεις: καταδύομαι, καταγώγιο, βουτώ, vpirnaty