Вродливий στα ελληνικά
Μετάφραση: вродливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εραστής, όμορφος, όμορφο, ωραίος, όμορφου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вроджений στα ελληνικά - εκ γενετής, συγγενή, συγγενείς, συγγενών, συγγενής
- вродження στα ελληνικά - γέννα, γέννηση, τη γέννηση, γέννησης, γεννήσεως, γέννησή
- врожай στα ελληνικά - κουρεύω, τρύγος, θερίζω, σοδειά, συγκομιδή, συγκομιδής, τη συγκομιδή, ...
- вручення στα ελληνικά - δέσμευση, παράδοση, παραλαβή, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
Τυχαίες λέξεις
Вродливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εραστής, όμορφος, όμορφο, ωραίος, όμορφου
Μεταφράσεις: εραστής, όμορφος, όμορφο, ωραίος, όμορφου