Вулканолог στα ελληνικά

Μετάφραση: вулканолог, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηφαίστειο, βάναυσος, χυδαίος, πρόστυχος, ηφαιστειολόγος, Ο ηφαιστειολόγος
Вулканолог στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вулиця στα ελληνικά - δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό
  • вуличний στα ελληνικά - δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό
  • вулканічний στα ελληνικά - ηφαιστειακός, ηφαιστειογενής, ηφαιστειακή, ηφαιστειακής, ηφαιστειακές, ηφαιστειακό
  • вульгарний στα ελληνικά - χονδροειδής, χυδαίος, χυδαίο, χυδαία, χυδαίες, χυδαίας
Τυχαίες λέξεις
Вулканолог στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηφαίστειο, βάναυσος, χυδαίος, πρόστυχος, ηφαιστειολόγος, Ο ηφαιστειολόγος