Вушної στα ελληνικά
Μετάφραση: вушної, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακουστικός, αυτί, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вушко στα ελληνικά - οφθαλμός, μάτι, αυτί, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού
- вушний στα ελληνικά - ακουστικός, ωτικές, ωτική, ωτικών, ωτικής, ωτικό
- входження στα ελληνικά - είσοδος, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
- входи στα ελληνικά - Είσοδοι, Εισροές, εισόδους, εισόδων, Οι εισροές
Τυχαίες λέξεις
Вушної στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακουστικός, αυτί, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού
Μεταφράσεις: ακουστικός, αυτί, αυτιού, αυτιών, ωτός, του αυτιού