Ακουστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ακουστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вушний, слуховий, аудіо, звукової, звуковій, звуковою, вушної, акустичне, звуковий, слухової, слуховой
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακουστικός
ακουστικός φλοιός, ακουστικός σχεδιασμός και πολυμέσα, ακουστικόσ αφρόσ, ακουστικός μετεωρισμός, ακουστικόσ σχεδιασμόσ χώρων, ακουστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακουστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ακουμπώ στα ουκρανικά - протікає, торкнутися, торкнутись, доторкнутися, доторкнутися до, зачепити
- ακουστική στα ουκρανικά - акустика
- ακούσιος στα ουκρανικά - мимовільно, мимовільний
- ακούω στα ουκρανικά - каталог, нахил, вислуховувати, слухати, перелік, бордюр, обрізків, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακουστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вушний, слуховий, аудіо, звукової, звуковій, звуковою, вушної, акустичне, звуковий, слухової, слуховой
Μεταφράσεις: вушний, слуховий, аудіо, звукової, звуковій, звуковою, вушної, акустичне, звуковий, слухової, слуховой