Вчасний στα ελληνικά

Μετάφραση: вчасний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαϊδεύω, καίριος, πρόσφορο, σκόπιμο, κατάλληλη, επίκαιρη, σκόπιμη
Вчасний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вхід στα ελληνικά - ομολογία, είσοδος, πύλη, παραδοχή, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, ...
  • вхідний στα ελληνικά - εισαγωγή, εισόδου, είσοδο, εισαγωγής, εισροών
  • вчасно στα ελληνικά - δεόντως, χαϊδεύω, καίριος, στην ώρα τους, για την ώρα, στην ώρα, εγκαίρως, ...
  • вчений στα ελληνικά - επιστημονικός, πανεπιστήμων, επιστήμονας, επιστήμονα, επιστήμονες, επιστήμων, επιστημόνων
Τυχαίες λέξεις
Вчасний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαϊδεύω, καίριος, πρόσφορο, σκόπιμο, κατάλληλη, επίκαιρη, σκόπιμη