Λέξη: ντροπαλότητα

Σχετικές λέξεις: ντροπαλότητα

ντροπαλότητα αντιμετώπιση, ντροπαλότητα συνώνυμα

Μεταφράσεις: ντροπαλότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shyness
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recato, pudor, timidez, la timidez, de timidez
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schüchternheit, Schüchternheit, Scheu, Schüchternheit zu, Scheuheit, Shyness
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
timidité, sauvagerie, pudeur, la timidité, de timidité, gêne
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ritrosia, timidezza, la timidezza, shyness
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acanhamento, timidez, a timidez, shyness, o shyness
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlegenheid, schuwheid, schuchterheid, schroom, verlegenheid te
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дикость, застенчивость, робость, стеснительность, застенчивости, застенчивостью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skyhet, sjenanse, sjenerthet, sjenert, skyheten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blyghet, skygghet, shyness, blygheten, blygsel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkuus, ujous, ujouden, shyness, ujouteen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
generthed, skyhed, shyness, forlegenhed
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nesmělost, ostýchavost, bázlivost, bojácnost, stud, plachost, stydlivost, ostych, plachosti
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieśmiałość, wstydliwość, nieśmiałości, nieśmiałością, shyness, bojaźliwość
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemérmesség, félénkség, a félénkség, félénksége, félénkséget, félénkségét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
utangaçlık, shyness, çekingenlik, utangaçlığı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сором'язливість, соромливість
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
drojë, druajtje, turpi, një ndrojtje, ndrojtje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
срамежливост, срамежливостта, стеснителност, срамежливостта си, свян
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сарамлівасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
häbelikkus, pelgus, argus, arglikkus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stidljivost, snebivljivost, shyness, sramežljivost, lijenost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
feimni, hlédrægni, feimnin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drovumas, kuklumas, Kautrība, drovėjimasis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kautrība, kautrīgums, kautrību
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
срамежливост, срамежливоста, претпазливоста, срамот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
timiditate, timiditatea, sfială, timiditatii, timidității
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stud, sramežljivost, sramežljivosti, plahost, Stidljivost
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stud, plachosť, plachost, plachosti, plachý
Τυχαίες λέξεις