Вівці στα ελληνικά

Μετάφραση: вівці, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόβατο, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου
Вівці στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вівтар στα ελληνικά - βωμός, βωμό, θυσιαστήριο, βωμού, θυσιαστηρίου
  • вівця στα ελληνικά - πρόβατο, προβατίνα, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου
  • вівісекції στα ελληνικά - μέγαιρα, ζωοτομία, ζωοτομίας, τη ζωοτομία, η ζωοτομία, πειράματα στα ζώα
  • вігвам στα ελληνικά - άγριος, καλύβη ερυθρώδερμου της Αμερικής, Wigwam, καλύβα ερυθρόδερμου, την Wigwam
Τυχαίες λέξεις
Вівці στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόβατο, πρόβατα, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα, προβάτου