Λέξη: χωριάτης

Σχετικές λέξεις: χωριάτης

χωριάτης bet, χωριάτης συνώνυμα, ο χωριάτης

Συνώνυμα: χωριάτης

άξεστος, αγροίκος, χαζοχωριάτης, χωριάτικο στυλ, βλάχος, χωρικός, συμπατριώτης, συμπολίτης

Μεταφράσεις: χωριάτης

χωριάτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peasant, boor, yokel, hick, villager, rube

χωριάτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
campesino, patán, palurdo, Boor, Delahaye, grosero

χωριάτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauer, raubein, kleinbauer, bäuerlich, Grobian, Flegel, Bauer, boor, Lümmel

χωριάτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
campagnard, villageois, rustre, rustaud, paysan, goujat, boor, malotru, mufle

χωριάτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contadino, cafone, boor, villano, bifolco, zotico

χωριάτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
camponês, pérola, cafajeste, boor, grosseirão, rústico, caipira

χωριάτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plattelander, landman, boer, pummel, vlegel, Boor, barbaar, lomperd

χωριάτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мужик, крестьянин, грубый, хам, хамом, грубиян, хама

χωριάτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bonde, boor

χωριάτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bonde, boor, tölp

χωριάτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
talonpoika, maalainen, moukka, boor, moukkana

χωριάτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bonde, bondeknold, Boor, tølper

χωριάτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rolnický, venkovan, sedlák, venkovský, rolník, neotesanec, hrubián, boor, chlap, hulvát

χωριάτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
włościanin, wieśniak, chłop, cham, prostak, gbur, boor, chamem

χωριάτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
boer, paraszt, boor, bugris, faragatlan

χωριάτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köylü, hödük, boor, kaba adam, görgüsüz, kaba kimse

χωριάτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
селянин, сільський, грубий, брутальний, груба, грубе

χωριάτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
harbut

χωριάτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дебелак, грубиян, простак

χωριάτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грубы, грубіянскі, грубага

χωριάτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
talupoeg, mats, boor, mühakas, toorutseja, Moukka

χωριάτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ratar, seljak, zemljoradnik, seljačke, seljački, grmalj, grubijan, gedža, neotesanko

χωριάτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
boor

χωριάτης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rusticus

χωριάτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bernas, chamas, Gbur, Bruk, Grubus žmogus

χωριάτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lempis, rupjš tēviņš

χωριάτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
boor

χωριάτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţăran, mârlan, boor, bădăran, mitocan, bocciu

χωριάτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
selak, Seljak, Boor

χωριάτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neotesanec
Τυχαίες λέξεις