Відволікати στα ελληνικά
Μετάφραση: відволікати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, διασπώ, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відводити στα ελληνικά - αντλώ, προέρχομαι, απάγω, παράγομαι, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, ...
- відволікання στα ελληνικά - περισπασμός, απόσπαση της προσοχής, διάσπαση της προσοχής, αποσπά την προσοχή, περισπασμό
- відвід στα ελληνικά - πρόκληση, προκαλώ, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
- відвідання στα ελληνικά - επισκέπτης, επίσκεψη, επίσκεψης, επισκεψιμότητας, επισκέψεων, επισκεψιμότητα
Τυχαίες λέξεις
Відволікати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, διασπώ, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή
Μεταφράσεις: αποσπώ, διασπώ, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή