Відкупати στα ελληνικά
Μετάφραση: відкупати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φήμη, vidkupaty
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відкрито στα ελληνικά - ανοιχτά, φανερά, ανοικτά, πιο ανοικτά, απροκάλυπτα
- відкриття στα ελληνικά - ανοικτός, ανακάλυψη, εύρημα, ανοιχτός, ανοίγω, αποκάλυψη, ξεφάντωμα, ...
- відкупник στα ελληνικά - αγρότης, μισθωτής, μισθωτή, ενοικιαστής
- відкуповувати στα ελληνικά - φήμη, vidkupovuvaty
Τυχαίες λέξεις
Відкупати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φήμη, vidkupaty
Μεταφράσεις: φήμη, vidkupaty