Відливши στα ελληνικά

Μετάφραση: відливши, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμοιβή, ανταμοιβή, άμπωτη, υποχωρώ, παύση, vidlyvshy
Відливши στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відламок στα ελληνικά - θραύσμα, κομματάκι, vidlamok
  • відламуватися στα ελληνικά - τσιπ, φεύγω, ξεκολλώ, έρθει μακριά, να φύγει, φύγει
  • відлига στα ελληνικά - λιώνω, ξεπαγώνω, τήξη, απόψυξης, απόψυξη, επανατήξης, αποψύξεως
  • відломлюватися στα ελληνικά - τσιπ, vidlomlyuvatysya
Τυχαίες λέξεις
Відливши στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμοιβή, ανταμοιβή, άμπωτη, υποχωρώ, παύση, vidlyvshy