Παύση στα ουκρανικά
Μετάφραση: παύση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перерва, відплив, відливши, пауза, баритися, замішання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παύση
παύση εκτοκισμού, παύση του αρχηγού αστυνομίας, παύση ποινικής δίωξης, παύση εργασιών ατομικής επιχείρησης, παύση εργασιών πτώχευσης, παύση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παύση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- παχυσαρκία στα ουκρανικά - ожиріння
- παχύσαρκος στα ουκρανικά - товстий, огрядний, гладкий, опасистий, гладка
- παύω στα ουκρανικά - переставати, припинитися, припинятися, припиняти, припинення
- πείθω στα ουκρανικά - переконати, гойдання, запевняти, колисати, запевнити, упевнити, колисатися, ...
Τυχαίες λέξεις
Παύση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перерва, відплив, відливши, пауза, баритися, замішання
Μεταφράσεις: перерва, відплив, відливши, пауза, баритися, замішання