Відокремлений στα ελληνικά
Μετάφραση: відокремлений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπνιχτικός, δόλιος, κοντά, κολλητός, ύπουλος, πνιγηρός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відобразити στα ελληνικά - επίδειξη, οθόνη, οθόνης, απεικόνιση, ένδειξη
- відокремити στα ελληνικά - ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
- відокремлення στα ελληνικά - διαχωρισμός, απομόνωση, αποσκίρτηση, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, χωρισμού
- відокремлювати στα ελληνικά - αποκόβω, απομονωμένος, κόβω, ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, ...
Τυχαίες λέξεις
Відокремлений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπνιχτικός, δόλιος, κοντά, κολλητός, ύπουλος, πνιγηρός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί
Μεταφράσεις: αποπνιχτικός, δόλιος, κοντά, κολλητός, ύπουλος, πνιγηρός, διαχωρίζεται, διαχωρίζονται, χωρίζονται, διαχωριστούν, διαχωριστεί