Вітчизняний στα ελληνικά
Μετάφραση: вітчизняний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθαγενής, σπίτι, ντόπιος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Μεταφράσεις
- вітряний στα ελληνικά - θορυβώδης, αέρα ή κακή ορατότητα, θυελλώδεις, θυελλώδη, φυσάει
- віття στα ελληνικά - όπλο, χέρι, μπράτσο, υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου, ...
- віха στα ελληνικά - κούρνια, πάσσαλος, ορόσημο, αξιοθέατο, σημείο ενδιαφέροντος, σε σημείο ενδιαφέροντος
- вічко στα ελληνικά - μάτι, οφθαλμός, τρύπα, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
Τυχαίες λέξεις
Вітчизняний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθαγενής, σπίτι, ντόπιος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Μεταφράσεις: ιθαγενής, σπίτι, ντόπιος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού