Гачкуватий στα ελληνικά
Μετάφραση: гачкуватий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γαμψός, αγκύλος, γαντζώθηκε, συνδεδεμένο, αγκιστρώνεται, γαντζώνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гать στα ελληνικά - ανάχωμα, φραγμός, φράγμα, Gat, Το Gat, Η GAT, Γκατ, ...
- гаубиця στα ελληνικά - ολμοβόλο, howitzer, οβιδοβόλο, οβιδοβόλα
- гачок στα ελληνικά - γόμφος, γάντζος, αγκιστρώνω, άγκιστρο, γάντζο, αγκίστρου, γάντζου
- гашиш στα ελληνικά - κρότος, βροντώ, γδούπος, βρόντος, χασίσι, χασίς, χασισιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Гачкуватий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γαμψός, αγκύλος, γαντζώθηκε, συνδεδεμένο, αγκιστρώνεται, γαντζώνονται
Μεταφράσεις: γαμψός, αγκύλος, γαντζώθηκε, συνδεδεμένο, αγκιστρώνεται, γαντζώνονται