Гладенько στα ελληνικά
Μετάφραση: гладенько, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεία, ομαλά, ομαλή, απρόσκοπτα, την ομαλή, απαλά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- глави στα ελληνικά - αρχηγοί, αρχηγών, αρχηγούς, οι αρχηγοί, τους αρχηγούς
- гладенький στα ελληνικά - άψογος, ατάραχος, γλοιώδης, καλοφτιαγμένος, στιλπνός, λείος, ομαλή, ...
- гладити στα ελληνικά - θωπεύω, φοίνικας, κτύπημα, αποπληξία, χτύπημα, προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο
- гладкий στα ελληνικά - φτέρωμα, λίπος, λείος, ριχτός, ατάραχος, χόνδρος, χοντρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Гладенько στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεία, ομαλά, ομαλή, απρόσκοπτα, την ομαλή, απαλά
Μεταφράσεις: λεία, ομαλά, ομαλή, απρόσκοπτα, την ομαλή, απαλά