Гнити στα ελληνικά

Μετάφραση: гнити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσυνθέτω, σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Гнити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гнилість στα ελληνικά - σαπίλα, εκφυλισμός, σαπρία, σήψη, τη σαπίλα
  • гнисти στα ελληνικά - σαπίζω, hnysty
  • гниття στα ελληνικά - μαύλισμα, σαπίζω, εκμαυλισμός, φθορά, ξεμαύλισμα, παρακμή, διαφθορά, ...
  • гниє στα ελληνικά - σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν
Τυχαίες λέξεις
Гнити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσυνθέτω, σαπίζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, rot, σαπίζουν