Σαπίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: σαπίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розчиняти, розпад, гниття, гнисти, потерть, гній, занепад, аналізувати, трухнути, гнити, опуститися, опуститись, розкладатися, смиряти, вгамовувати, упокорювати, гамувати
Σαπίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαπίζω

σαπίζω αγγλικά, σαπίζω συνώνυμα, σαπίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σαπίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σανδάλι στα ουκρανικά - сандалія, сандаля, ремінець, сандал, сандалове
  • σανός στα ουκρανικά - сіно, сено, ВРХ, Силос, Кукурудза
  • σαπιοκάραβο στα ουκρανικά - барило, діжка, ванна, ванни, телебачення
  • σαπισμένος στα ουκρανικά - огидний, гнилої, вивітрений, гнилий, гнилою, гнилій
Τυχαίες λέξεις
Σαπίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розчиняти, розпад, гниття, гнисти, потерть, гній, занепад, аналізувати, трухнути, гнити, опуститися, опуститись, розкладатися, смиряти, вгамовувати, упокорювати, гамувати