Горець στα ελληνικά

Μετάφραση: горець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορειβασία, Highlander, ορεσίβιος, ορεινοτουριστών, ορεσίβιο
Горець στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • горе στα ελληνικά - βάσανο, οδύνη, θλίψη, φασαρία, πόνος, λύπη, αγωνία, ...
  • горезвісний στα ελληνικά - περιβόητος, διαβόητος, διαβόητη, περιβόητη, περιβόητο
  • горжетка στα ελληνικά - βοάς, γούνα του λαιμού, Boa, Μπόα, Μποα
  • гори στα ελληνικά - κλαίω, πενθώ, θρηνώ, Βουνά, Όρη, Βουνά του, Βουνό, ...
Τυχαίες λέξεις
Горець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορειβασία, Highlander, ορεσίβιος, ορεινοτουριστών, ορεσίβιο