Άμεσος στα αγγλικά
Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
urgent, direct, immediate, instant, a direct, imminent
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: άμεσος
direct
- απευθείας
- ευθύς
- άμεσος
- ειλικρινής
- παρών
- επείγων
- άμεσος
- άμεσος
- πλησιέστερος
- εγγύτατος
- άμεσος
- πλησιέστατος
Σχετικές λέξεις: άμεσος
άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας αγγλικά, άμεσος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- άμβλωση στα αγγλικά - abortion, abortion is, an abortion, abortions
- άμεμπτος στα αγγλικά - irreproachable, blameless, unblemished, polished, unimpeachable
- άμμος στα αγγλικά - grit, sand, sands, sand is, of sand
- άμορφος στα αγγλικά - amorphous, formless, shapeless, deformed, an amorphous
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: urgent, direct, immediate, instant, a direct, imminent
Μεταφράσεις: urgent, direct, immediate, instant, a direct, imminent